γαλακτώδης — ες (AM γαλακτώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με γάλα στη λευκότητα 2. «γαλακτώδης χυμός» ο θρεπτικός χυμός τών φυτών αρχ. 1. χλιαρός σαν γάλα που μόλις έχει αρμεχτεί 2. (για κρασί) κρασί γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα … Dictionary of Greek
όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… … Dictionary of Greek
παπάγια — (καρική η παπάια). Φυτό της οικογένειας των καρικιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Μεξικού, που καλλιεργείται πολύ στις τροπικές περιοχές. Είναι δέντρο μάλλον ψηλό, με κορμό άκλωνο και φύλλα παλαμοσχιδή, μακρόμισχα· οι εδώδιμοι καρποί του είναι… … Dictionary of Greek
εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek
ευφόρβια — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… … Dictionary of Greek
καρική — (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία … Dictionary of Greek
κύναγχο — (Cynanchum acutum). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ασκληπιαδίδων, γνωστό με την κοινή ονομασία περιπλοκάδι. Πρόκειται για πολυετή πόα, με αναρριχώμενο βλαστό και λεπτές και μακριές διακλαδώσεις. Έχει μαλακά φύλλα, με ωοειδή μίσχο και λευκά … Dictionary of Greek
καλοτροπίδα — (Calotropis). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ασκληπιαδιδών, που περιλαμβάνει αειθαλείς θάμνους ή δέντρα των τροπικών περιοχών της νότιας Ασίας, της Αραβικής χερσονήσου και της Αφρικής. Το κυριότερο είδος, η κ. η… … Dictionary of Greek
μακλούρα — (Maclura pomifera). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Τέξας και των νοτιοδυτικών ακτών της Βόρειας Αμερικής. Φτάνει σε ύψος τα 20 μ., ενώ ο κορμός του είναι κοντός και φέρει ακανθωτά κλαδιά, από τα οποία,… … Dictionary of Greek