γαλακτώδης χυμός

γαλακτώδης χυμός
Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα). Μερικά είδη, κυρίως της οικογένειας των ευφορβιιδών, δίνουνέναν γ.χ. πολύτιμο από εμπορική πλευρά, γιατί από αυτόν λαμβάνεται ύστερα από κατεργασία το καουτσούκ (ελαστικό κόμμι). Πολλά βερνίκια επίσης παρασκευάζονται με τη διάλυση της ρητίνης διαφόρων γαλακτοφόρων φυτών μέσα σε λινέλαιο. Ο γ.χ. είναι ένα πολυσύνθετο κολλοειδές, που αποτελείται από κόμμι, ρητίνες και κηρώδεις ουσίες. Το χρώμα του, συνήθως υπόλευκο, μπορεί να είναι σε αρκετές περιπτώσεις κίτρινο ή ρόδινο. Γ.χ. ονομάζεται επίσης ένα λευκό ή χρωματιστό ειδικό υγρό, που τρέχει από αρκετούς μύκητες της οικογένειας των ρουσουλιδών (βασιδιομύκητες) σε κόψιμο ή τραύμα. Ο γαλακτώδης χυμός της εβέας της βραζιλιανής συλλέγεται για να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγή καουτσούκ. Ο ρόδινος γαλακτώδης χυμός του χελιδόνιου βγαίνει από μια πληγή του φυτού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαλακτώδης — ες (AM γαλακτώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με γάλα στη λευκότητα 2. «γαλακτώδης χυμός» ο θρεπτικός χυμός τών φυτών αρχ. 1. χλιαρός σαν γάλα που μόλις έχει αρμεχτεί 2. (για κρασί) κρασί γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα …   Dictionary of Greek

  • όπιο — Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και… …   Dictionary of Greek

  • παπάγια — (καρική η παπάια). Φυτό της οικογένειας των καρικιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Μεξικού, που καλλιεργείται πολύ στις τροπικές περιοχές. Είναι δέντρο μάλλον ψηλό, με κορμό άκλωνο και φύλλα παλαμοσχιδή, μακρόμισχα· οι εδώδιμοι καρποί του είναι… …   Dictionary of Greek

  • εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • ευφόρβια — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… …   Dictionary of Greek

  • καρική — (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • κύναγχο — (Cynanchum acutum). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ασκληπιαδίδων, γνωστό με την κοινή ονομασία περιπλοκάδι. Πρόκειται για πολυετή πόα, με αναρριχώμενο βλαστό και λεπτές και μακριές διακλαδώσεις. Έχει μαλακά φύλλα, με ωοειδή μίσχο και λευκά …   Dictionary of Greek

  • καλοτροπίδα — (Calotropis). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ασκληπιαδιδών, που περιλαμβάνει αειθαλείς θάμνους ή δέντρα των τροπικών περιοχών της νότιας Ασίας, της Αραβικής χερσονήσου και της Αφρικής. Το κυριότερο είδος, η κ. η… …   Dictionary of Greek

  • μακλούρα — (Maclura pomifera). Φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Τέξας και των νοτιοδυτικών ακτών της Βόρειας Αμερικής. Φτάνει σε ύψος τα 20 μ., ενώ ο κορμός του είναι κοντός και φέρει ακανθωτά κλαδιά, από τα οποία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”